Sunday 8 May 2011

Αρνίτσι-μπίτσι — Παραμυθάκι για παιδιά

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της.Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα. 
Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βουνό και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της. Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:
«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Την άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.
Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι-μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε
που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να
γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει.»
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Το αρνάκι όμως φώναξε από μέσα:
-Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
-Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή-ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και του λέει γλυκά-γλυκά απέξω από την πόρτα:
«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Τότε είπε το αρνάκι:
-Εσύ είσαι η μανουλίτσα μου!
Και του άνοιξε.
Μπαίνει ο λύκος μέσα και του δίνει μία «χλαπ!» του αρνιού, και το καταπίνει ολόκληρο!
Ύστερα πάει και χώνεται κάτω από τον καναπέ.
Έρχεται σε λίγο η γριά και φωνάζει:
-Αρνίτσι-μπίτσι!
Μα που τ’ αρνίτσι-μπίτσι, που βρίσκονταν μέσα στη κοιλιά του λύκου!
-Γειτόνισσα, μήπως είδες τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Όχι, δεν το είδα! λέει η γειτόνισσα.
-Δώσε μου σε παρακαλώ το τσεκουράκι σου, ν’ ανοίξω την πόρτα μου, γιατί είναι κλειδωμένη.
Της δίνει η γειτόνισσα το τσεκούρι, ανοίγει η γριά την πόρτα και μπαίνει μέσα. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, πουθενά το αρνάκι της. Άρχισε τότε να κλαίει και να λέει:
-Που είσαι, αρνάκι μου, που είσαι, παιδάκι μου, να φας το χλωρό χορταράκι που σου έφερα!
Στο τέλος πήρε τη ρόκα της και κάθισε στον καναπέ της κι έγνεθε κι έκλαιγε.
Ο λύκος λοιπόν αναδευόταν κάτω από τον καναπέ και καμιά φορά τον πήρε είδηση η γριά. «Τ’ είναι τούτο;» λέει. Σκύβει και βλέπει το λύκο κάτω από το καναπέ;
-Α, εσύ είσαι, κυρ Νικόλα; του λέει. Τι κάθεσαι από κει κάτω και δε βγαίνεις να φάμε και να πιούμε και να παίξουμε το σάκου-σάκου;
Βγήκε λοιπόν ο λύκος, φάγανε, ήπιανε, και ύστερα πήρε η γριά ένα μεγάλο σακούλι και μπήκε μέσα και του λέει του λύκου:
-Πάρε τούτο το σκοινί και δέσε το σακούλι και πάρε και τούτη τη βέργα να με χτυπάς μαλακά-μαλακά. Αυτό είναι το σάκου-σάκου!
Την έδεσε ο λύκος, πήρε και τη βέργα και της έδωσε πέντ’ έξι.
-Φτάνει, γριά;
-Φτάνει!
Βγήκε η γριά, λέει στο λύκο:
-Η σειρά σου τώρα, κυρ Νικόλα!
Έβαλε λοιπόν το λύκο μέσα στο σακί, δένει το σακί και τον αρχίζει, που σε πονεί και που σε σφάζει!
-Ωχ, γριά, το κεφάλι μου! φώναζε ο λύκος.
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, η πλατίτσα μου!
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, τα πλευρά μου!
-Θα τρως τ’ αρνίτσι-μπίτσι μου;
-Ωχ, γριά, η κοιλίτσα μου!
Με το χτύπημα όμως που έδωσε η γριά στην κοιλιά του λύκου, πετάγεται τ’ αρνίτσι-μπίτσι έξω!
Του δίνει τότε άλλη μια η γριά του λύκου και τον σκοτώνει ολότελα, και πάει στο παζάρι και παίρνει ένα κάρο και δυο στρατιώτες και τον πήγαν στο ποτάμι και τον έκαναν μπλουμ!


paramithakia

«Έτσι είμαι - Ανατρέποντας προκαταλήψεις» - ΑΜΕΑ

Για τις προβολές η γενική είσοδος είναι 3 ευρώ, 
ενώ για τα άτομα με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα 
η είσοδος είναι δωρεάν.

Μια γνωριμία με τα άτομα με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα προσφέρει το αφιέρωμα «Έτσι είμαι-Ανατρέποντας προκαταλήψεις», που πρωτοπαρουσιάστηκε στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης-Εικόνες του 21ου Αιώνα και διοργανώνεται έναν μήνα πριν από την έναρξη των Special Olympics Athens 2011, από τις 12 έως τις 19 Μαΐου στον κινηματογράφο «Ολύμπιον». 
«Including Samuel» του Νταν Χαμπίμπ

Οι ταινίες του αφιερώματος αποστασιοποιούνται από τα συνήθη «κλινικής» φύσης ντοκιμαντέρ με ανάλογη θεματολογία και ρίχνουν φως στην προσωπικότητα και την καθημερινότητα, τη δική τους και των κοντινών τους ανθρώπων.

Με χιούμορ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
το ντοκιμαντέρ «Οι Νευροτυπικοί» του Ανταμ Λάρσεν, μια απρόσμενα χιουμοριστική, εκ των έσω ματιά στον αυτισμό, αλλά και η ταινία «Τ' όνομά της είναι Σαμπίν», σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Σαντρίν Μπονέρ, που συνιστά ένα προσωπικό δοκίμιο-μαρτυρία, αλλά και μια καταγγελία για την έλλειψη συνεπούς και κατάλληλης περίθαλψης των ατόμων με διανοητικά προβλήματα.

Τέσσερις ελληνικές ταινίες εμπλουτίζουν το πρόγραμμα του αφιερώματος. 
Στην ταινία «Πριγκίπισσα Χριστίνη» της Ι. Ζαχμανίδη, με ηρωίδα μία κοπέλα με σύνδρομο Down, εγείρονται ερωτήματα αναφορικά με την ένταξη των νοητικά υστερούντων ατόμων στη λεγόμενη «κεντρική ζωή».
Στο ντοκιμαντέρ «Παράσταση» του Ν. Αλευρά, ο δημιουργός κινηματογραφεί τη θεατρική παράσταση των παιδιών του Ειδικού Σχολείου Νέας Πεντέλης. 
Οι σκηνοθέτες Β. Κοντάκος και Γ. Μισουρίδης στην ταινία «Μαθήματα-Παθήματα: Τι θα γίνει ο Δημήτρης;», θέτουν σοβαρούς προβληματισμούς για την αξιοπρεπή διαβίωση των ατόμων με νοητική στέρηση.
Τέλος στην ταινία «Η φάκα» της Μ. Δανέζη, η σκηνοθέτιδα καταπιάνεται με το θέμα της αποκατάστασης αναπήρων και όχι μόνο. 

Να σημειωθεί ότι για τις προβολές η γενική είσοδος είναι 3 ευρώ, ενώ για τα άτομα με αναπτυξιακά και νοητικά προβλήματα η είσοδος είναι δωρεάν.
 

Στη γιορτή της μητέρας - Mother's Day

Αφιερωμένο στις Μανούλες, 
όπου γης, όποιας φυλής, 
όποιας πατρίδας, όποιας εποχής.
Mother's Day
A Mother Casts Her Dreams into the Sea

Μάνα της Καρδιάς
 .
Ζωντανό προσκεφάλι η καρδιά μου
να βρίσκουν τα παιδιά αναπαμό.
Η λαχτάρα, παραστάτης της ζωής μου,
μόνιμη, ευπρόσδεκτη σύνοικος
και στο στόμα μου πάντα ευχές-προσευχές.

—Φεύγεις παιδί μου;
Στο Καλό…
Με Καλό…
Καλό δρόμο και η πορεία σου Ευθεία…
—Ήρθες παιδί μου;
Καρδιάς καλωσόρισμα
και το βλέμμα αστείρευτων λόγων πηγή.


Σαν τη δική μου αγάπη, καμιά!
Σαν της μάνας τη χαρά και τον πόνο κανένας!
Αγαπάει πριν να δει.
Πάνω απ´ τη νάκα, πάνω απ’ το λίκνο,
πλάθει πορεία ουρανόδρομη ονείρων!

«Κοιτάξτε το! Δεν είναι πανέμορφο;
Είν’ το παιδί μου!
Έκανε λάθη; Έσφαλλε;
Κανείς να μην πει ότι τόθελε.
Να μην το μαλώσει κανένας,
γιατί είν’ το παιδί μου
Πρόκοψε; Καμαρώστε το! Είναι παιδί μου!»


Απ’ το δικό του το στόμα μια λέξη μονάχα μου είν’ αρκετή:
Μάνα!
Τέσσερα γράμματα όλος μου ο κόσμος
—Μάνα…
—Τι είναι καμάρι μου; Τι έχεις παιδί μου;
Τι σου συμβαίνει ψυχή μου;
Καλά, μη μου πεις.
Ξέρω!
Σε πλήγωσαν; Πλήγωσες;
Σε πρόδωσαν; Πρόδωσες;
Σ’ αδίκησαν; Κάποιον αδίκησες;
Εγώ είμαι εδώ.
Η αγκαλιά μου λιμάνι γαλήνιο κι απάνεμο,
έλα να ξαποστάσεις.
Το δικό μου το χάδι ελευθερίας αίσθηση.
Η ανάσα μου άρωμα ανοιξιάτικης αύρας

Αν μπορούσα, δίχτυ αγάπης πυκνό,
αδιαπέραστο κι άφθαρτο θα 'πλεκα
και μπροστά στα παιδιά μου θα το 'στηνα,
προστασία –όσο ζω κι αφού φύγω-
απ’ του κακού τους ανέμους,
απ’ το φθόνο του κόσμου κι απ´ τ´ άδικο.
Στημόνι, οι Ελπίδες,
Υφάδι, της Αγάπης τα Όνειρα
και οι σκέψεις, σαϊτιές επιδέξιες.

Θεέ μου,
μέσα στο στέρνο μου
της ουράνιας φλόγας τη ζέστα απιθώνοντας,
μ´ έκαμες Μάνα της Καρδιάς και όχι του ενστίχτου.
Δεν γεννώ, έτσι απλά·
δια βίου τα μωρά μου ανατρέφω.
Με το είναι μου όλο –όσο ζω κι αφού φύγω-
τους ανεκτίμητους καρπούς της ζωής μου φροντίζω.

Βασιλική Π. Δεδούση

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki