Wednesday 26 December 2012

«Ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθος» - Το πιο συγκινητικό video

Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν
αυτές τις σκηνές

Κάνει τον γύρο του διαδικτύου και ειδικά στο face book δεν σταματούν οι κοινοποιήσεις!
Το βιντεο που θα δείτε έχει τον τίτλο: «Ο Θεός δεν κάνει ποτέ λάθος».
Δείτε την τρυφερότητα, την επιμονή, την αγάπη που δείχνει το σκυλάκι της φωτογραφίας σε ένα παιδί με σύνδρομο down που ούτε στον ύπνο του δεν θα συναντήσει από άλλους ανθρώπους.


Οι δώδεκα μήνες - Λαϊκό παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδέ κάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό. 

"Twelve Months" by M. Pichugina
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν: 
Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της: 

Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.

  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
 

Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
 — Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:

  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:

 Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:

 Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.

  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον.  

Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου και Σια A.E., 1994) 

πηγή

Χριστουγιεννιάτικο «Ξύπνημα» ...

Έτσι λοιπόν…
«…Ξύπνησε πάλι απότομα. Άγρια ! Με τον συνεχόμενο ήχο του κουδουνιού, αντί για τον γνώριμο του κινητού του, που χτυπάει σαν ξυπνητήρι κάθε πρωί στις 8.
«Ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί», σκέφτηκε και άλλαξε πλευρό γκρινιάζοντας…
Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, μάταια όμως. Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό, ξανά και ξανά...
«Τι συμβαίνει;», αναρωτήθηκε για λίγο. Γιατί αμέσως μετά άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά παιδιών που έλεγαν τα Κάλαντα. Τους είχαν ανοίξει στο κάτω πάτωμα.
Βλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά τις μέρες αυτές, επίτηδες για να ξεκουραστεί. Με ποιο δικαίωμα τον ενοχλούσαν αυτά τα μυξιάρικα;
Τι είναι σήμερα και τραγουδάνε; Μια συνηθισμένη μέρα. Μια ακόμα μουντή, γκρίζα και παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου.
 

Μετά θυμήθηκε πως είναι Παραμονή Χριστουγέννων.
Έσκασε στα γέλια.
«Ρε με τι αηδίες κάθονται και παραμυθιάζονται κάποιοι...», φώναξε με θριαμβευτικό, σαρκαστικό χαμόγελο.
Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθισε στον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τη Λένα στο Facebook, για να συναντηθούν . . .

περισσότερα στη Βασιλεία των Ουρανών
 

Ο Άγιος Βασίλης δε θα φέρει δώρα στους έλληνες

 Παιδικό γράμμα το 2000…
«Αγαπημένε μου Άι Βασίλη φέτος τα Χριστούγεννα θα ήθελα να μου φέρεις τη συλλεκτική έκδοση της Barbie η οποία γιορτάζει και καλωσορίζει τη νέα χιλιετία με μία αστραφτερή κόκκινη τουαλέτα, περίτεχνο χτένισμα και αστραφτερά κοσμήματα. Θέλω ακόμη ένα ποδήλατο για τα διήμερα στο εξοχικό και μία τηλεόραση για το δωμάτιο μου. Θέλω επίσης τις βιντεοκασέτες του Βασιλιά των Λιονταριών, της Ωραίας Κοιμωμένης, του Πίτερ Παν και της Χιονάτης. Τέλος, Άγιε μου Βασίλη φέρε μου ένα αδερφάκι για να έχω να παίζω τα τόσα πολλά παιχνίδια που μου αγόρασαν οι γονείς μου!!!»

Το 2012... «Άγιε μου Βασίλη φέτος τα Χριστούγεννα θα ήθελα να φέρεις δουλειά στη μαμά και πιο πολλά χρήματα στο μπαμπά.
Ακόμη, χρήσιμα θα ήταν λίγα ξύλα για το τζάκι γιατί η μαμά δεν ανάβει τα καλοριφέρ και… «δυο ταράνδους μαζί με ένα έλκηθρο» γιατί οι βόλτες με το αμάξι λιγόστεψαν. Θα ήθελα να μας γεμίσεις το ψυγείο με φαγητά και το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με κουραμπιέδες, μελομακάρονα και μια γεμιστή γαλοπούλα.
 Επίσης τις ντουλάπες με καινούρια και ζεστά ρούχα.
Μη ξεχάσεις να φέρεις δόντια και φάρμακα για τη γιαγιά και το παππού!
Αν μπορείς κάνε πιο πολλά δωμάτια για τους αρρώστους στα νοσοκομεία και σπίτια για όλους αυτούς που βλέπω να κοιμούνται στα παγκάκια.
Φέτος αυτό που θα ήθελα πιο πολύ από όλα είναι να βλέπω περισσότερα χαμόγελα γύρω μου... να μη βλέπω τον κόσμο να τσακώνεται, να θυμώνει με το παραμικρό, να μαίνεται σαν κινητό ηφαίστειο.
Κάνε Άγιε μου Βασίλη πιο χαρούμενο και πιο ήρεμο τον κόσμο που με περιτριγυρίζει!!!

Υ.Γ.: Άμα μπορέσεις, φέρε μου ένα παιχνιδάκι -ότι να ναι- δεν έχω απαιτήσεις γιατί ήμουν πολύ καλό παιδί φέτος!»
______________________________________________________
Ο Άγιος Βασίλης για πολλά παιδιά αντιπροσωπεύει την εποχή του ρομαντισμού, της αγνής αγάπης, των ονείρων.
Είναι εκείνος ο Άγιος που αγαπιέται και θαυμάζεται όσο κανείς άλλος. Ένας παιδικός ήρωας που με το μαγικό του ραβδί ντύνει όλο τον κόσμο με χαμόγελα.
Ο πιο δημοφιλής φίλος δια αλληλογραφίας τη περίοδο των Χριστουγέννων.
Μόνο στο άκουσμα του, τα πιο απίθανα όνειρα παίρνουν σάρκα και οστά.
Τα παιδιά ελπίζουν στον Άγιο Βασίλη, σε αυτόν τον Οικουμενικό Νονό που ποτέ δε τους χαλάει χατίρι και τους χαρίζει πάντα ότι αυτά ποθούν.
 Όμως, ποιος είναι αυτός ο Άι Βασίλης; Υπάρχει; Πού τον είδε η γνωστή αμερικανική εταιρεία αναψυκτικών, η Coca-Cola, και τον παρουσίασε το 1931 με κόκκινη στολή, λευκή γενειάδα και ένα σάκο με δώρα στη πλάτη;
Γιατί από φέτος οι Έλληνες γονείς έχουν καταπιαστεί με την απομυθοποίηση του;
Γιατί τα φετινά Χριστούγεννα φημολογείται ότι δε θα μας επισκεφτεί;
Λέτε, να έμεινε και αυτός από καύσιμα; Αυτά είναι μερικά ερωτήματα που δεν ξέρω πότε και αν θα απαντηθούν πλήρως.
Το ζητούμενο στη προκειμένη περίπτωση είναι ότι φέτος ο Άγιος Βασίλης δε θα φέρει δώρα στους Έλληνες.
Η οικονομική στενότητα, που έχει πλήξει όσο ποτέ τα ελληνικά νοικοκυριά, θα στερήσει φέτος από τα παιδιά τη πολυτέλεια των δώρων τα Χριστούγεννα και τη Πρωτοχρονιά.
Τη στιγμή που οι ίδιοι οι γονείς δε παίρνουν «το δώρο των εορτών» και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν οικονομικά σε βασικές ανάγκες των παιδιών τους -λόγω γενικευμένων περικοπών στους μισθούς τους- είναι φυσικό να περιορίσουν οτιδήποτε επιβαρυντικό για τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
 Χαρακτηριστική είναι η ιστοσελίδα της αγγλικής εφημερίδας Guardian η οποία απεικονίζει με τραγελαφικό τρόπο τις σκέψεις των Ευρωπαίων για την οικονομική κρίση στη χώρα μας. Η Guardian καλεί φέτος τα Χριστούγεννα τους αναγνώστες της να επιλέξουν να στείλουν τις ευχές τους με μία από τις εορταστικές κάρτες που φιλοτέχνησε ο γελοιογράφος Kipper Williams.
Σε μία από αυτές ο Άι Βασίλης περνάει με το έλκηθρο του πάνω από την Αθήνα χωρίς να κάνει στάση.
 Μάλιστα, όπως φαίνεται καθαρά στο σκίτσο, δίνει εντολή στους ταράνδους να συνεχίσουν ακάθεκτοι το ταξίδι τους με προορισμό άλλες χώρες για να διανέμουν τα δώρα τους.
 Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Άι Βασίλης δεν κάνει δώρα στα παιδιά που έδειξαν αλαζονική και απείθαρχη συμπεριφορά το τρέχον έτος...
και ερωτώ τους Άγγλους.
Ένας ολόκληρος λαός δε θα πάρει δώρα επειδή τα «παιδιά» της βουλής δεν ήταν «καλά παιδιά»;
Δεν είναι άδικο;!
 Βέβαια, δεν ακούτε και κάτι πρωτότυπο. Το δώρο των Χριστουγέννων, περικόπηκε πολύ πριν έρθουν τα Χριστούγεννα με αυτό το οικονομικό κατρακύλισμα που βιώνουμε.
 Ωστόσο είναι φανερό, στο γράμμα του παιδιού το 2012, ότι πλέον δεν έχει ανάγκη τόσο τα δώρα και τα υλικά αγαθά όσο την καλή υγεία της οικογένειας του και του κόσμου γύρω του καθώς και τη συλλογική τους ευδαιμονία.
 Νομίζω ότι ίσως οι καιροί που περνάμε λειτουργούν σαν χαστούκι που σταδιακά μας ξυπνάει από τη χειμέρια νάρκη στην οποία είχαμε πέσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τότε που η ζωή άρχιζε και τελείωνε βασισμένη στα υλικά αγαθά, τότε που η ευτυχία ήταν άμεσα συνδεδεμένη από το έχειν. Ενδεικτική είναι φέτος το χειμώνα η καμπάνια γνωστού τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος αναφέρει ότι «Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή, δεν είναι πράγματα!!!»
Τελειώνοντας, για όλους εμάς τους Ορθόδοξους χριστιανούς, ο Άγιος Βασίλης είναι ο Μέγας Βασίλειος ο οποίος αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο και γι αυτό θεωρείται ο εμπνευστής και ο πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας.
Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1 Ιανουαρίου του 379.
Αυτή η ημερομηνία θεωρείται ότι φέρνει ευλογία και καλή τύχη στη νέα χρονιά. Δεδομένου λοιπόν ότι ο Άι Βασίλης δε θα μας επισκεφτεί φέτος... λέτε το 2013 να είναι κακότυχο και δυσοίωνο εξαιτίας 300 «κατσικοπόδαρων» κακών «παιδιών» που πάνε σε ένα «σχολείο» που λέγεται Βουλή των Ελλήνων η οποία -μεταξύ μας- μόνο των Ελλήνων δεν είναι;;;
 Μπορεί τελικά να μας στέρησαν τα «δώρα» των εορτών, δε πρόκειται όμως να μας στερήσουν τις ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές αυτές τις μέρες διότι όπως είπε
και ο Ν. Καζαντζάκης
«το φως ορκίστηκε να μη παραδοθεί»…

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!
Δήμητρα Σιαχάμη Εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης
Email: dimitra.s1990@gmail.com 

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki