Friday 23 August 2013

Στο 1 εκατομμύριο τα παιδιά πρόσφυγες από τη Συρία

Από διαπιστώσεις καλά πάμε... 
.
Στο 1 εκατομμύριο ανέρχονται πλέον τα παιδιά που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Συρία, στη διάρκεια της κρίσης στη χώρα που έχει μπει πλέον στο τρίτο έτος, σύμφωνα με τη UNICEF και την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (UNHCR).

Syria child refugees hit one million

«Το εκατομμυριοστό αυτό παιδί πρόσφυγας, δεν είναι απλώς ένας ακόμη αριθμός», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής της UNICEF Anthony Lake και συμπλήρωσε:  

«Αυτή είναι μια πραγματική αρπαγή των παιδιών από το σπίτι τους, ίσως ακόμη και από την οικογένειά τους, μια ανείπωτη φρίκη που τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε». «Πρέπει να μοιραστούμε όλοι αυτή την ντροπή», συνέχισε, «διότι, ενώ εργαζόμαστε για ν’ ανακουφίσουμε τον πόνο των πληγέντων από την κρίση, η παγκόσμια κοινότητα έχει αποτύχει στο θέμα της ευθύνης της για τα παιδιά αυτά. Πρέπει να σταματήσουμε και να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, με πλήρη συνείδηση, αν μπορούμε να συνεχίσουμε ν’ απογοητεύουμε τα παιδιά της Συρίας».
περισσότερα εδώ

Το ξεμάτιασμα της βασκανίας

Όλοι έχουμε τύχει σε περιπτώσεις «ματιάσματος». Συμβαίνει συχνά στην παρέα μας. Με μάτιασαν, λέει. 
Άμα βρεθεί καμιά ξεματιάστρα, κάτι μπορεί να γίνει, να κάνει τα μαγικά της και να «λευτερωθεί» το … θύμα.
Άμα το επεισόδιο είναι σοβαρό, μπορεί να επιστρατευτεί και τηλεφωνική ξεματιάστρα!! Μια γνωστή που έχει ικανότητες ξεματιάσματος θα αναλάβει μακρόθεν να αποσοβήσει την ενόχληση.
Άμα το επεισόδιο είναι ακόμα πιο σοβαρό, μπορεί να χρησιμοποιηθούν και διάφορα πολεμοφόδια, όπως πετσέτες, αλάτι, κάρβουνο, νερό, λάδι, κλπ.
Μια κυρία, μια φορά, ένιωσε πως ματιάστηκε. Πονοκέφαλος, κάψες, χασμουρητά κλπ, ξέρετε τώρα. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Όμως το κακό συνεχιζόταν. Η κυρία δεν μπορούσε να συνέλθει.
Είμαι πρακτικός άνθρωπος. Τι να κάνω; σκέφθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Η Εκκλησία, σκέφθηκα, έχει ειδική ευχή για τη βασκανία, αλλά εγώ ούτε την ευχή ήξερα, ούτε ιερέας είμαι.
Το επεισόδιο συνεχιζόταν. Την ευχή κατά της βασκανίας, λέω δεν την ξέρω, αλλά θα πω μια άλλη ευχή. Τι σημασία έχει;
Προσευχήθηκα νοερά, σαν μην ήταν άλλος παρών και είπα φράσεις από γνωστές προσευχές. Την στιγμή που είπα το «Αμήν», το θύμα συνήλθε. Ανέφερα τι έκανα και έκτοτε, όταν στην παρέα κάποιος νιώσει ματιασμένος, καλούμαι να τον «ξεματιάσω».
Κάθε φορά πετυχαίνει και μάλιστα χωρίς την συμμετοχή του θύματος.
Το θύμα δεν γνωρίζει ότι το «ξεματιάζω». Γίνεται ερήμην του. Δεν το υποβάλλω με την πρόθεση μου να το ιάνω.
Συζήτησα με κάποιον τη διαδικασία. Εντυπωσιάσθηκε και την υιοθέτησε. Λειτούργησε και σ’ αυτόν. Μια ευχή είπε κι αυτός.
Θαύμα καθημερινής χρήσης. Τόσο καθημερινής, που διεκδικούν να τους «ξεματιάσω» ως το πιο φυσιολογικό πράγμα, παρότι γνωρίζουν ότι δεν ξεματιάζω, αλλά απλά εύχομαι.
Το παράξενο είναι ότι, άμα είναι να κουβεντιάσουμε για θέματα της ύπαρξης του Θεού, την αθανασία της ψυχής, έχουν αμφιβολίες, αντιρρήσεις, επιφυλάξεις.
Δέχονται το «ξεμάτιασμα», εισπράττουν το προϊόν της ευχής, αλλά επιφυλάσσονται για τα θέματα της Πίστης. Πως γίνεται αυτό; Είναι νομίζω, σαν αυτόν που αντιδρά άμα του πεις για τον Χριστό, αλλά όταν κινδυνεύσει το παιδί του, «Χριστέ μου…» θα πει. Η εγγραφή της πληροφορίας για τον επουράνιο Πατέρα είναι γραμμένη στη ψυχή του. Είναι η κατ’ εικόνα δημιουργία του καθενός μας.
Δοκιμάστε την ευχή στο μάτιασμα, μια ευχούλα, το «Πάτερ ημών» μια χαρά είναι και θα δείτε τα αποτελέσματα. Μη ξεχάσετε να βάλετε και λίγη πίστη στην ευχή, κάνει πιο δυνατή τη συνταγή.
Κόψτε τις χάντρες, τα ματάκια και τα διάφορα φυλαχτά, ένα σταυρουδάκι είναι ό,τι καλύτερο, αν μη τι άλλο είναι η πιο καλή παρηγοριά.
Να μη ξεχάσω, αν η ευχή δεν πιάσει στο μωρό σας, για κοιτάξτε  μήπως το φασκιώσατε πολύ και κοντεύει να σκάσει κατακαλόκαιρα!!

το χαμομηλάκι

Νίκου Καζαντζάκη: Να η Νέα Παιδαγωγική!

Νίκου Καζαντζάκη (1833-1957)
.
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης.
Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του” λέγαμε ο ένας στον άλλον σιγά, να μη μας ακούσει, “δε θωράς μωρέ, πως τυλιγαδίζουν* τα πόδια του; και πως βήχει; δεν είναι Κρητικός“.
Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος, η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά να του φιλούμε το χέρι.
“Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!” είπε και μας έδειξε το βούρδουλα.
“Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!“.
Κι αλήθεια είδαμε, όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα παντελονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αφτιά, ωσότου έβγαινε αίμα. Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
- Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
- Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
- Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
- Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!
Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει:
Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό, όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!“.
Είχε και μιαν κόρη της παντριγιάς, την έλεγαν Τερψιχόρη· κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν, μα δεν ήθελε να την παντρέψει.
Τέτοιες ατιμίες” έλεγε “δε θέλω εγώ στο σπίτι μου“.
Κι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε.
Ανάθεμα τη φύση” μουρμούριζε “ανάθεμα τη· δεν έχει ηθική!“.
Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά – καλά δεν καταλάβαμε· μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.
- Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον; Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, ένα ένα.
- Κι ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον..
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλο του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που ‘χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: “Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί“.
- Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό. Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε “Ιούδα! Ιούδα!” ωσότου έφτασε σπίτι του και τον τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό.
Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια· έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που ‘χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
- Δε με γνωρίζεις; έκαμε, δε με θυμάσαι; Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
- Το Νικολιό! φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
- Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.
……………………………………………………….
* Τυλιγαδίζουν: μοιάζουν με ξύλινο, διχαλωτό ραβδί, στραβώνουν.

πηγή: oiko.wordpress

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki