Wednesday 17 August 2016

Είμαι Ελληνίδα και αυτός είναι ο γιος μου από την Αιθιοπία…

Η Μαρία είναι η πρώτη Ελληνίδα που υιοθέτησε παιδί από κρατικό ορφανοτροφείο της Αιθιοπίας και από τότε δεν σταμάτησε να χαμογελάει. Ούτε εκείνη ούτε ο Οδυσσέας
Είμαι Ελληνίδα και αυτός είναι ο γιος μου από την Αιθιοπία…


Η εμπειρία που θα διαβάσετε έχει δύο μέρη: το παραμύθι, που γράφτηκε για να το διαβάσει ο Οδυσσέας, και την αληθινή ιστορία (έτσι όπως τη βίωσε η Μαρία), που γράφτηκε για να διαβάσουν όσοι σκέφτονται να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Μαρίας και του Μάνου.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Μια φορά κι έναν καιρό…
ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα σε μια μικρή θαλασσένια χώρα, που την έλεγαν Ελλάδα. Εκεί, η Μαρία και ο Μάνος μοιράζονταν όμορφα τις μέρες και τις νύχτες τους. Κάθε βράδυ που έπεφταν για ύπνο, έβλεπαν χαμογελαστοί το ίδιο όνειρο: είχαν, λέει, στην αγκαλιά τους ένα παιδί, το παιδί τους.
Καμιά φορά, το πρωί που ξυπνούσαν και αντίκριζαν τα αδειανά τους χέρια, έχαναν το χαμόγελό τους. Δεν έχαναν όμως ποτέ την ελπίδα τους. Ήθελαν να γίνουν γονείς. Ήξεραν πως μια μέρα θα γίνουν γονείς. Το μόνο που δεν ήξεραν ήταν ο δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσουν.
Οι γιατροί τότε τους είπαν πως ο μόνος δρόμος ήταν να πάρει η γυναίκα φάρμακα, πολλά φάρμακα. Και να κάνει ενέσεις, πολλές ενέσεις. 
Η γυναίκα όμως απάντησε: «Δεν μου αρέσει ο δρόμος που μου δείχνετε» και αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, αφήνοντας απορημένους γιατρούς, συγγενείς και φίλους.
Ελάχιστοι κατάλαβαν τι ήθελε να πει η Μαρία, κι ας γνώριζε εφτά διαφορετικές γλώσσες. Γιατί ελάχιστοι καταλάβαιναν τη γλώσσα που η Μαρία γνώριζε καλύτερα από όλες, αυτήν της αγάπης. Σε αυτήν τη γλώσσα είχε διαβάσει κάποτε πως όλου του κόσμου τα παιδιά είναι δικά μας. Αυτή η γλώσσα μίλησε μέσα της όταν σιγουρεύτηκε πως το δικό τους παιδί ήδη τους περίμενε σε κάποια γωνιά της γης, απλώς έπρεπε να ψάξουν για να το βρουν.

Ο Διογένης και το κρασί: «Οι φρόνιμοι συντρίβουν το ποτήρι. Οι άφρονες το κεφάλι τους.»


Σε επίσημο γεύμα πρόσφεραν στο φιλόσοφο Διογένη ένα δοχείο γεμάτο εκλεκτό και δυνατό κρασί. Αφού παρατήρησε για λίγο το δελεαστικό περιεχόμενο, το πέταξε στο πάτωμα και το έσπασε.
Η περιέργεια των συνδαιτυμόνων φούντωσε.
– «Γιατί το έκαμες αυτό;» του είπαν.
Και εκείνος με το ήρεμο ύφος του απάντησε:
– «Αν το έπινα η ζημιά θα ήταν διπλάσια. Κάποιος έπρεπε να ζημιωθεί, ή εγώ ή το κρασί. Προτίμησα το δεύτερο. Οι φρόνιμοι συντρίβουν το ποτήρι. Οι άφρονες το κεφάλι τους.»

πηγή

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki