Saturday 27 April 2024

Έχεις; Δώσε! Νιώθεις; Μοιράσου! Μπορείς; Βοήθησε! Διαφωνείς; Φώναξε!

Πόσους ανθρώπους που σε είχαν ανάγκη προσπέρασες;
Πόσες φορές έκλεισες τα μάτια σου και σιώπησες σε όσα συνέβαιναν γύρω σου; 
Πόσες φορές έκανες πράξη τον εθελοντισμό που κηρύττεις στους άλλους; 
Συνήθισες να προσπερνάς, να σιωπάς, να αδρανείς, να τα θεωρείς όλους και όλα δεδομένα αλλά και να αναβάλλεις. Αναβάλλεις πολλά και ανάμεσα σε αυτά και το πιο σημαντικό, να νιώσεις άνθρωπος. Μπορεί στα λόγια και στις ιδέες να είναι όλα σωστά. Στις πράξεις όμως, σε αυτές που εκπνέουν πριν καν γίνουν πραγματικότητα, εκεί κρύβεται η ανθρωπιά σου. 
Συνήθεια είναι όλα γύρω μας και δυστυχώς σε κατάπιε και δεν έμεινε ούτε ίχνος από τις ιδέες, τα ιδανικά, την ανθρωπιά σου, το εγώ σου. Σκιές, αυτό είναι οι άνθρωποι για σένα, ή τουλάχιστον αυτό έγιναν. Βουβές σκιές που έχουν τόσα πολλά να σου πουν και εσύ απλά προσπερνάς χωρίς να ακούσεις τίποτα. Σκιές που πνίγονται στην άβυσσο της απανθρωπιάς και εσύ δεν απλώνεις το χέρι σου να τις γλιτώσεις. Πολλές φορές ούτε καν γυρνάς να κοιτάξεις, απλά γυρνάς το κεφάλι σου και συνεχίζεις τη νωθρή πορεία που άλλοι χάραξαν για σένα. Αδιαφορία, φόβος ή απλά συνήθεια; Κάτι σε κρατάει πάντως σε απόσταση από τους συνανθρώπους σου. Είσαι κοντά τους αλλά ποτέ δίπλα τους.
Και κάπως έτσι περνούν τα χρόνια. Δε σου αρέσει ο χρόνος που πέρασε, μισείς τον κόσμο που ζεις και πιστεύεις ότι στην εκπνοή του χρόνου όλα θα αλλάξουν. Ο χρόνος αλλάζει και εσύ περιμένεις μετά τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα όλα να ξαναρχίσουν από το μηδέν. Πάντα όμως στο τέλος συνειδητοποιείς ότι απλά όλα συνεχίζουν από εκεί ακριβώς που πάγωσαν στην εκπνοή του χρόνου. Ίδια πορεία, ίδια προβλήματα και ένα καλά κρυμμένο κενό να σου θυμίζει αυτό που θα ήθελες να ήσουν εσύ, ο διπλανός σου, ο κόσμος σου γενικότερα.
Ξέρεις γιατί τίποτα δεν αλλάζει; 
Γιατί δεν αλλάζεις εσύ πρώτα. Μηχανικά ζούσες και πριν, μηχανικά θα ζεις και αυτόν το χρόνο. Συνήθισες στην τεχνητή αναπνοή, αλλά η ζωή είναι καρδιοχτύπια. Πώς λοιπόν θα μιλήσεις για ανθρωπιά, αφού και εσύ ο ίδιος λησμόνησες να είσαι άνθρωπος;

Κάτω από τη νεκρωμένη σου επιφάνεια χτυπάει ακόμα μια καρδιά που πονάει κάθε φορά που βλέπει το άδικο και την απανθρωπιά. Το στόμα σου μπορεί να σιωπά, οι λέξεις μπορεί να νεκρώνουν και το σώμα σου να παγώνει. Εκεί όμως, στο βάθος υπάρχει ακόμα κάτι που σου θυμίζει να αισθάνεσαι, να βοηθάς, να μοιράζεσαι και να νοιάζεσαι. Εκεί κρύβεται το έναυσμα που έψαχνες για να κάνεις μια φορά πράξη αυτό που περιοριζόταν στους κόλπους της πεζής κοσμοθεωρίας σου. Η ανθρώπινη λαιμαργία και ο εγωισμός προσπαθούν να σκεπάσουν αυτόν τον ήχο, όμως αυτή αντιστέκεται και συνεχίζει να χτυπά. Αυτή εμποδίζει το τέρας που κρύβεται μέσα σου να φανερωθεί. Άκουσε τη λοιπόν για μια φορά και κάνε πραγματικότητα όσα αυτή προστάζει αλλά αδυνατεί να κάνει πράξη.

Έχεις; Δώσε! 

Νιώθεις; Μοιράσου! 
Μπορείς; Βοήθησε! 
Διαφωνείς; Φώναξε!

Κάνε ό,τι περνάει από τα χέρια σου, απλά μη λησμονήσεις να νιώσεις. Πάντα να εύχεσαι για μια αλλαγή, ένα ζευγάρι φτερά και αγάπη. Μια αλλαγή δική σου, ένα ζευγάρι φτερά για να πετάξεις μακριά από την απανθρωπιά του σήμερα και μια υπερβολική δόση αγάπης για να δώσεις, για να μοιραστείς, για να νιώσεις άνθρωπος.


Σοφία Καλπαζίδου

Eπιμέλεια Κειμένου: Μυρτώ Τσιτσιδάκη

Τα Βυζαντινά Kάλαντα του Λαζάρου, του «αγέλαστου»...

Λάζαρος, ο «αγέλαστος»
Η ελληνική Παράδοση θέλει τον φίλο του Χριστού να είναι σοκαρισμένος από αυτά που αντίκρισε στον Άδη με αποτέλεσμα να χαμογελάσει μόνο μια φορά μετά την ανάστασή του.

Κάποτε, λέγεται, πως ο «αγέλαστος» Λάζαρος είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει. Τότε χαμογέλασε λέγοντας 
«Βρε τον ταλαίπωρο. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το 'να χώμα κλέβει τ' άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;»
iefimerida
Που 'σουν Λάζαρε, που 'ναι η φωνή σου
όπου σ' έκλαιγαν οι αδερφοί σου.
Ήμουνα στη γη παραχωμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
 
Τα χεράκια μου σταυρό δεν είχαν,
Τα ποδάρια μου αγναντισμένα.
Τα ματάκια μου γιομάτα δάκρυ
Και το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
 
Ήρθεν ο Χριστός και ξύπνησέ με
Κι απ΄το μνήμα μου εσήκωσέ με.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.

- Πού ’σαι Λάζαρε, που είναι η φωνή σου
που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.
 

- Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος
κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.

Bάγια, βάγια των Bαγιών
τρώνε ψάρια, τον κολιόν
και την άλλη Kυριακή

ψήνουν το παχύ τ’ αρνί.

Friday 26 April 2024

Αγησίλαος: Ο πρώτος που «Καβάλησε το καλάμι»

Η φράση πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες την έλεγαν, για να πειράξουν τον βασιλιά Αγησίλαο.
Ο Αγησίλαος αγαπούσε υπερβολικά τα παιδιά του.
Λέγεται ότι, όταν αυτά ήταν μικρά, έπαιζε μαζί τους μέσα στο σπίτι, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. 
Κάποια μέρα όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή τη στάση. Ο Aγησίλαoς τον παρακάλεσε να μην κάνει λόγο σε κανέναν, πριν γίνει κι αυτός πατέρας και νιώσει τι θα πει να παίζεις με τα παιδιά σου. 
Αλλά εκείνος δεν κράτησε το λόγο του και το είπε και σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά σιγά ο λόγος σε όλους και να φτάσει στις μέρες μας και το λέμε, όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλό του αέρα.

Πηγή: Το λεξικό της Λαϊκής Σοφίας
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Πυρετός: Ένας... καλός φίλος στην αρρώστια μας!

Το διδακτικό αυτό Παραμύθι απευθύνεται σε όλα τα παιδάκια και τους γονείς τους.
    Το έγραψε ο Παναγιώτης Σπυρίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδιατρικής.
Ο πυρετός στα παιδιά...
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Αναρτήσεις από τον κ. Σπυρίδη:

Ο Λάζαρος, τα Λαζαράκια οι Λαζαρίνες και τα Κάλαντα

Αύριο, Σάββατο του Λαζάρου, το καλεί το έθιμο: Φτιάχνουμε λαζαράκια και λέμε τα κάλαντα του Λαζάρου.

Σάββατο του Λαζάρου αύριο, κι εδώ στα χωριά μας στο Πήλιο, τα κοριτσάκια με τα ανθοστολισμένα καλαθάκια τους, οι λεγόμενες Λαζαρίνες, βγαίνουν στις γειτονιές να τραγουδήσουν το Λάζαρο, να τραγουδήσουν την Ανάσταση και τον ερχομό της άνοιξης, ενώ αρκετοί νοικοκυραίοι, πέρα από το καθιερωμένο πλέον χαρτζιλίκι που θα τους φιλέψουν, θα γεμίσουν τ' αδειανά τους λουλουδάτα καλαθάκια με λευκά αυγά για να τα βάψουν οι μανάδες τους τη μεγάλη Πέμπτη.

Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον
 

Του χρόνου πάλι γιορτάσωμε
με υγεία να σας βρούμε
στον οίκο σας χαρούμενοι
τον Λάζαρο να πούμε


Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο

πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια Πολλά να ζήσει...

youtube
– Πού ’σαι Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου
που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.
– Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος
κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.

Βάγια, βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρια, τον κολιόν
και την άλλη Κυριακή,
ψήνουν το παχύ αρνί.

Σταφιδόψωμο - Λαζαράκια

ΥΛΙΚΑ
  • 2 κιλά αλεύρι για τσουρέκι
  • 600 γρ. ζάχαρη
  • 80 γρ. μαγιά μπύρας
  • κανελόνερο (νερό στο οποίο έχουμε βράσει κανέλα)
  • αλάτι
  • 1600 γρ. σταφίδες
  • 2 κουταλιές της σούπας κονιάκ
  • 1½ φλιτζάνι του τσαγιού ελαιόλαδο
  • κανέλα, γαρίφαλο, γλυκόζη, σουσάμι
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Βάζουμε σε μια λεκάνη το αλεύρι και από πάνω ρίχνουμε το ελαιόλαδο.
Τρίβουμε το αλεύρι ανάμεσα στα δυο μας χέρια ώστε να ανακατευτεί καλά με το ελαιόλαδο.
Κάνουμε στη μέση μια λακκούβα, λιώνουμε τη μαγιά της μπύρας σε χλιαρό κανελόνερο και την προσθέτουμε στη ζύμη.
Ζυμώνουμε προσθέτοντας (αν χρειαστεί) κανελόνερο.
Αφήνουμε τη ζύμη για περίπου 6 ώρες να φουσκώσει (πρέπει να ξεχειλίσει από τη λεκάνη).
Αλέθουμε τις σταφίδες, προσθέτουμε κανέλα και ελάχιστο γαρίφαλο και ζυμώνουμε με το κονιάκ.
Όταν ετοιμαστεί η ζύμη την κόβουμε κομμάτια (στο μέγεθος από μικρά ψωμάκια), τα πλάθουμε στενόμακρα , τα πλαταίνουμε, απλώνουμε από πάνω λίγο από το μείγμα της σταφίδας και κλείνουμε από πάνω τη ζύμη.


Αν τα φτιάξουμε το Σάββατο του Λαζάρου, όπως είναι το έθιμο, τα πλάθουμε σαν ανθρωπάκια με σταυρωμένα χέρια για να "σταυρώσουμε το Λάζαρο" όπως λέγεται.
Τοποθετούμε τα ψωμάκια πολύ αραιά (επειδή στο ψήσιμο θα φουσκώσουν) πάνω σε λαδόχαρτο μέσα σε ταψί.
Σκεπάζουμε το ταψί και τα αφήνουμε να φουσκώσουν (όταν ο χώρος είναι ζεστός χρειάζεται περίπου 1,5 ώρα).
Για να δοκιμάσουμε αν έχουν φουσκώσει αρκετά πρέπει μόλις τα πιέσουμε με το δάκτυλό μας να ξανασηκώνονται αμέσως.
Τα βρέχουμε από πάνω πολύ απαλά με διαλυμένη γλυκόζη και τα πασπαλίζουμε με μπόλικο σουσάμι.
Τα βάζουμε σε φούρνο 200 βαθμών και τα ψήνουμε για περίπου 1 ώρα.
Τρώγονται ολόκληρα ή κομμένα σε φέτες.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki